- ηθμώδης
- ἠθμώδης, -ες (Α)ο ηθμοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματ-ώδης, ογκ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθμῶδες — ἠθμώδης masc/fem voc sg ἠθμώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
αγωγό σύστημα ή αγωγός ιστός — Το κυκλοφορικό σύστημα των φυτών. Ο α.ι. αποτελείται από το ξύλωμα (αγγειώδης μοίρα) και το φλοίωμα (ηθμώδης μοίρα). Διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τα φύλλα και χρησιμεύει στη μεταφορά του νερού και διαλυμάτων αλάτων από τις… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱՆՈՑՈՒՏ — ( ) NBH 2 0628 Chronological Sequence: 8c ա. ἡθμώδης coli formam habens, isthmo similis. Պարանոցաձեւ եւ նեղ. ըստ աղեկատաձեւ կամ րոքաձեւ, նման պարանոցի ծովու. *Մօտ ʼի մօտ շառուվիղս իմն աճառապատս յինքենէ զգայականս ʼի ձեռն վզին ուլուն ʼի պարանոցուտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)